- ισκός
- Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από τον Βάλτο της Αιτωλοακαρνανίας.
1. Ανδρέας (ή Καραΐσκος). Η οικογένειά του υπηρετούσε στα αρματολίκια της περιοχής και ο ίδιος υπηρέτησε στην Αυλή του Αλή πασά. Πήρε μέρος στις εκστρατείες του Ομέρ Βρυώνη εναντίον του πασά του Βερατιού και της Αιγύπτου. Κατά τις παραμονές του Αγώνα είχε αναλάβει τη φύλαξη της περιοχής Λεπενούς. Εκεί, ύστερα από δική του πρόσκληση, συγκεντρώθηκαν οι οπλαρχηγοί της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας. Παρά τις προσπάθειες όμως του Οδυσσέα Ανδρούτσου να τους πείσει να πάρουν τα όπλα, ο Ί. αρνήθηκε να προσχωρήσει στην Επανάσταση. Άλλαξε γνώμη όμως αργότερα, διακρίθηκε μάλιστα σε πολλές μάχες στη δυτική Ελλάδα (στη Λαγκάδα, στην Κιάφα, στην Πλάκα και στο Πέτα). Πήρε μέρος σε όλες τις πολιορκίες του Μεσολογγίου και κατά τη διάρκεια της τελευταίας ήταν ένας από τους στρατιωτικούς αρχηγούς της πόλης. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου κατέθεσε τα όπλα και αποσύρθηκε στη Λεπενού. Όταν ξανάρχισε ο Αγώνας με την αρχηγία του αδελφού του Καποδίστρια, ο Ί. πήρε και πάλι ενεργό μέρος και διακρίθηκε σε πολλές μάχες. Το 1829 εξελέγη πληρεξούσιος της Δ’ Εθνοσυνέλευσης.
2. Ιωάννης. Ήταν αδελφός του προηγουμένου. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και το 1824 έγινε χιλίαρχος. Το 1826, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, δήλωσε υποταγή στον Κιουταχή, αλλά το 1828 πήρε και πάλι τα όπλα.
3. Χρόνης. Ήταν συγγενής των προηγουμένων. Πολέμησε στην Πλάκα, όπου έχασε το ένα του χέρι και γι’ αυτό ήταν γνωστός και ως Κουλοχέρης. Σκοτώθηκε πολεμώντας στο Μεσολόγγι λίγες μέρες πριν από την Έξοδο.
* * *ἰσκός, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «κλέπτης».
Dictionary of Greek. 2013.